- πηλός
- ο1. λάσπη που ζυμώνεται για το πλάσιμο των αγγείων.2. λάσπη που γίνεται μόνη της, βόρβορος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πηλός — clay masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α 1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων 2. η λάσπη που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek
λες ή ασβεστούχος πηλός — (γερμ. löss). Ιζηματογενές πέτρωμα, συνήθως υποκίτρινου χρώματος, το οποίο αποτελείται από πολύ λεπτό υλικό (μεγέθη κόκκων από 1/16 έως 1/32 χιλιοστά) και περιέχει ανθρακικό ασβέστιο σε αναλογία έως 40%. Τα υλικά του είναι χαλαρά συνδεδεμένα… … Dictionary of Greek
πηλοῖς — πηλός clay masc/fem dat pl πηλόω coat pres opt act 2nd sg πηλόω coat pres subj act 2nd sg πηλόω coat pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλοῖσι — πηλός clay masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) πηλόω coat pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) πηλόω coat pres subj act 3rd sg (epic) πηλόω coat pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλοῖσιν — πηλός clay masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) πηλόω coat pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) πηλόω coat pres subj act 3rd sg (epic) πηλόω coat pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλούς — πηλός clay masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλῶ — πηλός clay masc/fem gen sg (doric aeolic) πηλόω coat pres subj act 1st sg πηλόω coat pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλῶν — πηλός clay masc/fem gen pl πηλόω coat pres part act masc voc sg (doric aeolic) πηλόω coat pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πηλόω coat pres part act masc nom sg πηλόω coat pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλῷ — πηλός clay masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)